- πνευματοφόρῳ
- πνευματοφόροςbearing the spiritmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνευματοφορώ — έω, Α [πνευματοφόρος] 1. φέρω, κουβαλώ ὁπως ο άνεμος 2. παθ. πνευματοφοροῡμαι, έομαι α) φέρομαι από τον αέρα β) εμπνέομαι από το Άγιο Πνεύμα … Dictionary of Greek
πνευματοφόρητος — ον, Μ [πνευματοφορώ] πνευματοφόρος … Dictionary of Greek